- ἡμίφωνος
- ἡμίφωνοςhalf-pronouncedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημίφωνος — η, ο (Α ἡμίφωνος, ον) 1. αυτός που έχει ή αποτελεί μισή φωνή, που εκφωνείται κατά το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο χαμηλόφωνος 2. το ουδ. ως ουσ. το ημίφωνο α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ β) (φωνολ.) φώνημα που διαθέτει και φωνηεντικά και… … Dictionary of Greek
ἡμίφωνον — ἡμίφωνος half pronounced masc/fem acc sg ἡμίφωνος half pronounced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιφώνοις — ἡμίφωνος half pronounced masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιφώνου — ἡμίφωνος half pronounced masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιφώνους — ἡμίφωνος half pronounced masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιφώνων — ἡμίφωνος half pronounced masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιφώνῳ — ἡμίφωνος half pronounced masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίφωνα — ἡμίφωνος half pronounced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Consonant — Not to be confused with the musical concept of consonance For the alternative rock group, see Consonant (band). Places of articulation Labial Bilabial Labial–velar Labial–coronal Labiodental … Wikipedia
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek